Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιόχεντρα — η οχιά, έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λιο (II)* + όχεντρα] … Dictionary of Greek